- ένδεια
- η бедность, нужде, отсутствие средств существования;
παντελής ένδεια — полная нищета;
ευρίσκομαι εν εσχάτη ενδεία находиться в крайней нужде;περιπίπτω εις ένδειαν — обнищать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παντελής ένδεια — полная нищета;
περιπίπτω εις ένδειαν — обнищать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐνδεία — ἐνδείᾱ , ἔνδεια want fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδείᾳ — ἐνδείᾱͅ , ἔνδεια want fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνδεια — want fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένδεια — η (AM ἔνδεια) 1. έλλειψη τών αναγκαίων, απορία 2. έλλειψη («ένδεια χρημάτων, πόρων, θάρρους», «ένδεια πνευματική», «ἔνδεια δυνάμεως») αρχ. 1. στέρηση, έλλειψη (σε αντίθεση προς την υπερβολή) («μετρητική... ὑπερβολῆς τε καὶ ἐνδείας») 2. λιμός,… … Dictionary of Greek
ένδεια — η 1. έλλειψη, στέρηση, ανεπάρκεια. 2. στέρηση των αναγκαίων για τη ζωή, φτώχεια, ανέχεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνδείας — ἐνδείᾱς , ἔνδεια want fem acc pl ἐνδείᾱς , ἔνδεια want fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδείαι — ἐνδείᾱͅ , ἔνδεια want fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδειῶν — ἔνδεια want fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδείαις — ἔνδεια want fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδείης — ἔνδεια want fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδείῃ — ἔνδεια want fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)